ολόχρυσος
(προωθήθηκε από ολόχρυση)Μεταφράσεις
ολόχρυσος
(ο'loxrisos) αρσενικόολόχρυση
(o'loxrisi) θηλυκόολόχρυσο
(o'loxriso) ουδέτεροεπίθετο
που αποτελείται μόνο από χρυσό ολόχρυση αλυσίδα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.