ομαδικός
(προωθήθηκε από ομαδική)Μεταφράσεις
ομαδικός
(omaði'kos) αρσενικόομαδική
(omaði'ci) θηλυκόομαδικό
(omaði'ko) ουδέτεροεπίθετο
που αφορά ομάδα ομαδική απόφασηεργασία ομαδική έκθεση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.