ονομαστός
(προωθήθηκε από ονομαστή)Μεταφράσεις
ονομαστός
(onoma'stos) αρσενικόονομαστή
(onoma'sti) θηλυκόονομαστό
reputable (onoma'sto) ουδέτεροεπίθετο
ξακουστός ονομαστός γιατρός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.