Οξικό οξύ - ορισμός του οξικό οξύ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%ce%be%ce%b9%ce%ba%cf%8c+%ce%bf%ce%be%cf%8d
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.592.869.094
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
οξικό οξύ
Μεταφράσεις
οξικό οξύ
Essigsäure
οξικό οξύ
acetic acid
οξικό οξύ
уксусная кислота
,
этановая кислота
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ονειροπόλο
ονειροπόλος
ονειροπολώ
ονείρωξη
όνομα
ονομάζομαι
ονομάζω
ονομασία
ονομαστή
ονομαστική
ονομαστικός
ονομαστό
ονομαστός
ονοματίζω
ονοματική φράση
ονοματολογία
ονοματοποιία
όνος
Οντάριο
όντας
οντολογία
οντολογικός
οντότητα
όντως
οξαλίδα
οξεία
οξείδιο
οξειδώνω
οξείδωση
οξιά
οξικό οξύ
οξικός
όξινη βροχή
οξινίζω
όξινος
οξύ
οξυά
οξυγονο
οξυγόνο
οξυγονοκόλληση
οξυγονοκολλώ
οξυδέρκεια
οξυδερκής
οξυζενέ
οξύθυμος
οξυμετρία
οξύμωρο σχήμα
οξύνοια
οξύνους
οξύνω
οξύρρυγχος
οξύς
οξύτητα
Οξφόρδη
οπαδοί
οπαδός
οπάλι
όπερα
οπή
όπισθεν
οπίσθια
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close