Οξύθυμος - ορισμός του οξύθυμος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%ce%be%cf%8d%ce%b8%cf%85%ce%bc%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.657.894.631
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
οξύθυμος
Μεταφράσεις
οξύθυμος
coléreux
,
colérique
,
irritable
οξύθυμος
irritable
,
irascible
,
petulant
οξύθυμος
سَرِيعُ الغَضَبُ
οξύθυμος
nedůtklivý
οξύθυμος
irritabel
οξύθυμος
reizbar
οξύθυμος
irritable
οξύθυμος
ärtyisä
οξύθυμος
razdražljiv
οξύθυμος
irritabile
οξύθυμος
怒りっぽい
οξύθυμος
화를 쉽게 내는
οξύθυμος
lichtgeraakt
οξύθυμος
irritabel
οξύθυμος
drażliwy
οξύθυμος
irritável
οξύθυμος
раздражительный
οξύθυμος
lättretlig
οξύθυμος
โกรธง่าย
οξύθυμος
çabuk kızan
οξύθυμος
dễ cáu kỉnh
οξύθυμος
易怒的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ονοματική φράση
ονοματολογία
ονοματοποιία
όνος
Οντάριο
όντας
οντολογία
οντολογικός
οντότητα
όντως
οξαλίδα
οξεία
οξείδιο
οξειδώνω
οξείδωση
οξιά
οξικό οξύ
οξικός
όξινη βροχή
οξινίζω
όξινος
οξύ
οξυά
οξυγονο
οξυγόνο
οξυγονοκόλληση
οξυγονοκολλώ
οξυδέρκεια
οξυδερκής
οξυζενέ
οξύθυμος
οξυμετρία
οξύμωρο σχήμα
οξύνοια
οξύνους
οξύνω
οξύρρυγχος
οξύς
οξύτητα
Οξφόρδη
οπαδοί
οπαδός
οπάλι
όπερα
οπή
όπισθεν
οπίσθια
οπίσθιος
οπισθογράφηση
οπισθογραφώ
οπισθοδρομική
οπισθοδρομικό
οπισθοδρομικός
οπισθοδρομώ
οπισθοχώρηση
οπισθοχωρώ
οπλή
οπλίζομαι
οπλίζω
οπλισμένη
οπλισμένο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close