Οπλίζομαι - ορισμός του οπλίζομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%cf%80%ce%bb%ce%af%ce%b6%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.736.296.936
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
οπλίζομαι
Μεταφράσεις
οπλίζομαι
(
o'plizome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
εφοδιάζομαι
s'armer
οπλίζομαι με δύναμη
s'armer de force
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
οξυδέρκεια
οξυδερκής
οξυζενέ
οξύθυμος
οξυμετρία
οξύμωρο σχήμα
οξύνοια
οξύνους
οξύνω
οξύρρυγχος
οξύς
οξύτητα
Οξφόρδη
οπαδοί
οπαδός
οπάλι
όπερα
οπή
όπισθεν
οπίσθια
οπίσθιος
οπισθογράφηση
οπισθογραφώ
οπισθοδρομική
οπισθοδρομικό
οπισθοδρομικός
οπισθοδρομώ
οπισθοχώρηση
οπισθοχωρώ
οπλή
οπλίζομαι
οπλίζω
οπλισμένη
οπλισμένο
οπλισμένος
οπλισμός
οπλίτης
όπλο
οπλοστασίο
οποία
όποια
οποιαδήποτε
οποίο
όποιο
οποιοδήποτε
οποίος
όποιος
όποιος καεί με το χυλό φυσά και το γιαούρτι
οποιοσδήποτε
οπότε
όποτε
οποτεδήποτε
όπου
οπουδήποτε
οπτάνθραξ
οπτασία
οπτασιάζομαι
οπτικά
οπτική
οπτική γωνία
οπτικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close