οπλίζω
Μεταφράσεις
οπλίζω
(o'plizo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. βάζω σε λειτουργία οπλίζω το τουφέκι οπλίζω φωτογραφική μηχανή
2. μεταφορικά δίνω δύναμη Μας όπλισε με πολύτιμες συμβουλές.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.