Οπλισμένη - ορισμός του οπλισμένη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%cf%80%ce%bb%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.391.790.381
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
οπλισμένος
(προωθήθηκε από
οπλισμένη
)
Μεταφράσεις
οπλισμένος
(
opli'zmenos
)
αρσενικό
οπλισμένη
(
opli'zmeni
)
θηλυκό
οπλισμένο
armed
armé
aseellinen
zbrojnych
무장
gewapende
المسلحة
ozbrojené
väpnade
武裝
armati
武装
(
opli'zmeno
)
ουδέτερο
επίθετο
που έχει οπλιστεί
armé/-ée
Πλοηγός λέξεων
?
▲
οξυζενέ
οξύθυμος
οξυμετρία
οξύμωρο σχήμα
οξύνοια
οξύνους
οξύνω
οξύρρυγχος
οξύς
οξύτητα
Οξφόρδη
οπαδοί
οπαδός
οπάλι
όπερα
οπή
όπισθεν
οπίσθια
οπίσθιος
οπισθογράφηση
οπισθογραφώ
οπισθοδρομική
οπισθοδρομικό
οπισθοδρομικός
οπισθοδρομώ
οπισθοχώρηση
οπισθοχωρώ
οπλή
οπλίζομαι
οπλίζω
οπλισμένη
οπλισμένο
οπλισμένος
οπλισμός
οπλίτης
όπλο
οπλοστασίο
οποία
όποια
οποιαδήποτε
οποίο
όποιο
οποιοδήποτε
οποίος
όποιος
όποιος καεί με το χυλό φυσά και το γιαούρτι
οποιοσδήποτε
οπότε
όποτε
οποτεδήποτε
όπου
οπουδήποτε
οπτάνθραξ
οπτασία
οπτασιάζομαι
οπτικά
οπτική
οπτική γωνία
οπτικό
οπτικοακουστική
οπτικοακουστικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close