οργανωτικός
(προωθήθηκε από οργανωτικό)Μεταφράσεις
οργανωτικός
(οrɣanoti'kos) αρσενικόοργανωτική
(οrɣanoti'ci) θηλυκόοργανωτικό
organizaciónorganisatorische组织組織organizačníorganisatoriske조직 (οrɣanoti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει σχέση με την οργάνωση Το οργανωτικό μέρος θα το αναλάβω εγώ. οργανωτικές ικανότητες
2. που έχει κλίση στην οργάνωση οργανωτικός τύπος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.