ορθάνοιχτος
(προωθήθηκε από ορθάνοιχτο)Μεταφράσεις
ορθάνοιχτος
(or'θanixtos) αρσενικόορθάνοιχτη
(or'θanixti) θηλυκόορθάνοιχτο
wide openweit offen (or'θanixto) ουδέτεροεπίθετο
τελείως ανοιχτός ορθάνοιχτη πόρτα ορθάνοιχτα μάτια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.