ορθογραφικός
(προωθήθηκε από ορθογραφικό)Μεταφράσεις
ορθογραφικός
(orθoɣrafi'kos) αρσενικόορθογραφική
(οrθoɣrafi'ci) θηλυκόορθογραφικό
orthographiqueאיותสะกด (orθoɣrafi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με την ορθογραφία ορθογραφικό λάθος ορθογραφικός διορθωτής
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.