Ορυκτολογία - ορισμός του ορυκτολογία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%cf%81%cf%85%ce%ba%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.587.323.455
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ορυκτολογία
Μεταφράσεις
ορυκτολογία
mineralogio
ορυκτολογία
minéralogie
ορυκτολογία
mineralogy
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ορμονικός
ορμονοθεραπεία
ορμώ
όρνιθα
ορνιθοειδής
ορνιθολογία
ορνιθολόγος
ορνιθοσκαλίσματα
όρνιο
ορντέβρ
οροθεσία
οροθετικός
οροθετώ
ορολογία
ορολογικός
ορολόγιο
οροπέδιο
ορός
όρος
οροσειρά
ορόσημο
οροφή
όροφος
ορτανσία
ορτυγομάννα
ορτυγομήτρα
ορτύκι
ορυκτέλαιο
ορυκτερόπους
ορυκτό
ορυκτολογία
ορυκτός
ορυχείο
ορφανή
ορφανό
ορφανός
ορφανοτροφείο
ορφικός
όρχεις
ορχήστρα
ορχήστρα χάλκινων οργάνων
ορχιδέα
όρχις
Οσάκα
όση
όσιος
Οσιτανικά
όσκαρ
Όσλο
οσμή
όσμιο
όσμωση
όσο
όσο … όσο
όσος
όσπρια
όσπριο
οσσετικά
οστάριο
οστεÀνη
οστεαλγία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close