Πάγια - ορισμός του πάγια από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.393.832.057
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πάγιος
(προωθήθηκε από
πάγια
)
Μεταφράσεις
πάγιος
(
'paʝios
)
αρσενικό
πάγια
(
'paʝia
)
θηλυκό
πάγιο
(
'paʝio
)
ουδέτερο
επίθετο
σταθερός
fixe stable
πάγια έξοδα
des frais fixes
πάγια συμπεριφορά
une attitude stable
Πλοηγός λέξεων
?
▲
οχτακόσιοι
οχτάωρο
οχτώ
οχυρό
οχυρός
οχύρωμα
οχυρώνομαι
οχυρώνω
οχύρωση
όψη
οψιανός
όψιμος
π
π.μ.
π.Χ.
πα πα
παβάνα
παγάκι
παγανίζω
παγανισμός
παγανιστής
παγανιστικός
παγανός
Παγγαία
παγερή
παγερό
παγερός
παγετός
παγετώδης
παγετώνας
πάγια
πάγια εντολή
παγίδα
παγιδευμένος με κρυφό μικρόφωνο
παγιδεύομαι
παγιδεύω
πάγιο
πάγιος
παγκάκι
πάγκος
πάγκος πωλήσεων
παγκόσμια
παγκόσμια θέρμανση
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας
παγκόσμιο
Παγκόσμιο Κύπελο
παγκοσμιοποίηση
παγκόσμιος
παγκόσμιος ιστός
παγκοσμίως
παγκράτιο
πάγκρεας
παγκρεατίτις
παγόβουνο
παγοβούτι
παγόδα
παγοδρομία
παγοδρόμιο
παγοδρομώ
παγοκρύσταλλο
παγοκρύσταλλος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close