Πάθηση - ορισμός του πάθηση από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%ac%ce%b8%ce%b7%cf%83%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.666.510.639
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πάθηση
Μεταφράσεις
πάθηση
complaint
,
condition
,
disorder
(
'paθisi
)
ουσιαστικό
θηλυκό
αρρώστια
maladie
θηλυκό
οι δερματικές παθήσεις
les maladies cutanées
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
παγόβουνο
παγοβούτι
παγόδα
παγοδρομία
παγοδρόμιο
παγοδρομώ
παγοκρύσταλλο
παγοκρύσταλλος
παγοκύστη
παγόνι
παγοπέδιλο
παγοπληξία
πάγος
παγούρι
πάγωμα
παγωμένος
παγώνι
παγωνιά
παγώνω
πάγωσε
παγωτό
παζάρεμα
παζαρεύω
παζάρι
παζλ
πάζλ
παθαίνω
παθαίνω βλάβη
πάθη
πάθημα
πάθηση
παθητική
παθητικό
παθητικός
παθητικότητα
παθιάζομαι
παθιασμένη
παθιασμένο
παθιασμένος
παθογόνος
παθολογία
παθολογικά
παθολογική
παθολογικό
παθολογικός
παθολόγος
πάθος
παιάνας
παιδαγωγικά
παιδαγωγική
παιδαγωγικό
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παϊδάκι
παιδαριώδες
παιδαριώδης
παιδεία
παιδεραστής
παιδεραστία
παιδεύομαι
παιδεύω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close