πάνοπλος
(προωθήθηκε από πάνοπλη)Μεταφράσεις
πάνοπλος
('panoplos) αρσενικόπάνοπλη
('panopli) θηλυκόπάνοπλο
('panoplo) ουδέτεροεπίθετο
που έχει όλον τον απαραίτητο οπλισμό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.