Πάσχω - ορισμός του πάσχω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%ac%cf%83%cf%87%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.381.846.094
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πάσχω
Μεταφράσεις
πάσχω
suffer
souffrir
soffrire
(
'pasxo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
1.
υποφέρω
souffrir
πάσχω από ανίατη αρρώστια
souffrir d'une maladie incurable
2.
μεταφορικά
έχω ελλείψεις, προβλήματα
être en crise
Ο τουρισμός πάσχει.
Le tourisme est en crise.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πασπαρτού
πασπατεύω
πασσαλάκι για αντίσκηνο
πάσσαλος
πάστα
παστέλ
παστεριωμένη
παστεριωμένο
παστεριωμένος
παστεριώνω
παστερίωση
παστή
παστίλια
παστινάκη
παστό
πάστορας
παστός
παστρικός
παστωμένος
παστώνω
Πάσχα
Πασχάλης
πασχαλιά
πασχαλιάτικο αυγό
πασχαλινή
πασχαλινό
πασχαλινό αβγό
πασχαλινός
πασχαλίτσα
πασχίζω
πάσχω
Πάσχω από αρθρίτιδα
Πάσχω από άσθμα
Πάσχω από διαβήτη
πάσχων από αεροναυτία
πάσχων από ναυτία
πατ
Παταγονία
πάταγος
παταγώδες
παταγώδης
πατάκι
πατάρι
πατάτα
πατάτα με τη φλούδα
πατατάκι
πατατάκια
πατάτες πουρέ
πατατούκα
πατάω
πατεντάρω
Πάτερ Ημών
πατέρας
πατερίτσα
πάτερο
πάτημα
πατημασιά
πατιέμαι
πατικώνω
πατίνα
πατινάδα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close