Πάτος - ορισμός του πάτος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%ac%cf%84%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.595.577.677
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πάτος
Μεταφράσεις
πάτος
bottom
fund
(
'patos
)
ουσιαστικό
αρσενικό
βυθός
fond
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Παταγονία
πάταγος
παταγώδες
παταγώδης
πατάκι
πατάρι
πατάτα
πατάτα με τη φλούδα
πατατάκι
πατατάκια
πατάτες πουρέ
πατατούκα
πατάω
πατεντάρω
Πάτερ Ημών
πατέρας
πατερίτσα
πάτερο
πάτημα
πατημασιά
πατιέμαι
πατικώνω
πατίνα
πατινάδα
πατινάζ
πατινάρισμα
πατινάρω
πατινέρ
πατίνι
πατιρντί
πάτος
πατούρα
πατούσα
Πάτρα
πατριάρχης
πατριαρχία
πατρίδα
πατρική
πατρίκιος
πατρικό
πατρικό όνομα
πατρικός
πατριός
πατριώτης
πατριωτική
πατριωτικό
πατριωτικός
πατριωτισμός
πατριώτισσα
πατρογονικός
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρόν
πατρονάρισμα
πατρονάρω
πατροπαράδοτη
πατροπαράδοτο
πατροπαράδοτος
πατρότητα
πατρωνυμικός
πατρώνυμο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close