πεθαίνω
(προωθήθηκε από πέθανα)Μεταφράσεις
πεθαίνω
sterbendiemourirmoriremuriيـَمُوتُzemřítdømorirkuollaumrijeti死ぬ죽다stervendøumrzećmorrerумиратьdöตายölmekchết死亡למות (pe'θeno)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. χάνω τη ζωή μου πεθαίνω νέος
2. μεταφορικά υποφέρω από κτ πεθαίνω της πείνας πεθαίνω από πόνο
3. μεταφορικά εξαντλούμαι από κτ πεθαίνω στα γέλια
4. μεταφορικά λατρεύω πεθαίνω για σοκολάτα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.