πέλμα
Μεταφράσεις
πέλμα
soleplante du pied, semelle ('pelma)ουσιαστικό ουδέτερο
1. πατούσα ποδιού Τον γαργάλησε στo πέλμα.
2. εσωτερική πρόσθετη ορθοπαιδική σόλα βάζω πέλματα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.