Πέπλο - ορισμός του πέπλο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%ad%cf%80%ce%bb%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.942.874.524
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πέπλο
Μεταφράσεις
πέπλο
خِمَار
závoj
slør
Schleier
veil
velo
huntu
voile
veo
velo
ベール
베일
sluier
slør
welon
véu
вуаль
slöja
ผ้าคลุมหน้า
peçe
mạng che mặt
面纱
面紗
(
'peplo
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
κομμάτι ύφασμα που στηρίζεται από το κεφάλι
voile
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πεντάνιο
πεντανόστιμη
πεντανόστιμο
πεντανόστιμος
πενταπλάσιος
πενταπλός
πεντάρι
πέντε
πεντηκοντούτης
Πεντηκοστή
πεντηκοστό
πεντηκοστός
πεντήρης
πεντικιούρ
πεντικιουρίστας
πέντολο
πεοθηλασμός
πεολειξία
πεολειχία
πέος
πεπαλαιωμένος
πεπειραμένη
πεπειραμένο
πεπειραμένος
πεπεισμένη
πεπεισμένο
πεπεισμένος
πεπερασμένη
πεπερασμένο
πεπερασμένος
πέπλο
πέπλος
πεποιθήσεις
πεποίθηση
πεπόνι
πεπρωμένο
Πέπσι κόλα
πεπτική
πεπτικό
πεπτικός
πέρα
πέρα από
περαιτέρος
περαιτέρω
πέρασα
Πέρασα γρίπη πρόσφατα
Πέρασα ιλαρά πρόσφατα
Πέρασα καταπληκτικά
Περάσατε καλά;
πέρασμα
περασμένη
περασμένο
περασμένος
Περάστε!
περαστικά
περαστική
περαστικό
περαστικός
περαστός
περατός
περατώνω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close