παιδιατρικός
(προωθήθηκε από παιδιατρικό)Μεταφράσεις
παιδιατρικός
(peðiatri'kos) αρσενικόπαιδιατρική
(peðiatri'ci) θηλυκόπαιδιατρικό
pédiatriquepediatricapediátricaطب الأطفال儿科兒科 (peðiatri'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με την παιδιατρική παιδιατρική κλινική
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.