παλινδρομικός
(προωθήθηκε από παλινδρομικό)Μεταφράσεις
παλινδρομικός
(palinðromi'kos) αρσενικόπαλινδρομική
(palinðromi'ci) θηλυκόπαλινδρομικό
palindromic (palinðromi'ko) ουδέτεροεπίθετο
που κινείται μπρος και πίσω παλινδρομική κίνηση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.