παλιός
(προωθήθηκε από παλιό)Μεταφράσεις
παλιός
(pa'ʎos) αρσενικόπαλιά
(pa'ʎa) θηλυκόπαλιό
oldmalnovaviejo, antiguovieux, ancienvechioudعَجُوزٌ, قَدِيـمstarýgammelaltvanhastarvecchio古い, 年取った나이든, 오래된gammelstaryantigo, velhoстарыйgammalเก่า, แก่eski, yaşlıcũ, già老的старישן (pa'ʎo) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν είναι καινούριος παλιά ρούχα
2. προηγούμενος η παλιά διεύθυνση
3. που δεν είναι σύγχρονος παλιό σπίτι
4. ξεπερασμένος παλιά παράδοση
5. γνωστός παλιό αστείοκόλπο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.