Παλιώνω - ορισμός του παλιώνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b1%ce%bb%ce%b9%cf%8e%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.917.705
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
παλιώνω
Μεταφράσεις
παλιώνω
(
pa'ʎono
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
φθείρομαι
vieillir
Τα ρούχα μου πάλιωσαν.
Mes vêtements ont vieilli.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
παλιάλογο
παλιάνθρωπος
παλιατζής
παλιατζίδικο
παλιατσαρία
παλιγγενεσία
παλικάρι
παλικαριά
παλικαρισμός
παλιμβουλία
παλίμψηστο
παλινδρόμηση
παλινδρομική
παλινδρομικό
παλινδρομικός
παλιννόστηση
παλινόρθωση
παλιο-
παλιό
παλιόκαιρος
παλιοκουβέντα
παλιομοδίτικη
παλιομοδίτικο
παλιομοδίτικος
παλιόπαιδο
παλιός
παλιόφυτρα
παλιόχαρτο
παλίρροια
παλιρροιακός
παλιώνω
παλλάδιο
παλλακίδα
παλληκάρι
πάλλομαι
παλλόμενος
πάλλω
παλμικός
παλμός
παλούκι
πάλσαρ
παλτό
παμπ
παμπάλαια
παμπάλαιη
παμπάλαιο
παμπάλαιος
πάμπλουτη
πάμπλουτο
πάμπλουτος
παμφάγα
παμφάγο
παμφάγος
πάμφθηνη
πάμφθηνο
πάμφθηνος
πάμφος
πάμφτωχη
πάμφτωχο
πάμφτωχος
παν
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close