Παμπάλαιος - ορισμός του παμπάλαιος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b1%ce%bc%cf%80%ce%ac%ce%bb%ce%b1%ce%b9%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.666.553.996
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
παμπάλαιος
Μεταφράσεις
παμπάλαιος
(
pa'mbaleos
)
αρσενικό
παμπάλαιη παμπάλαια
(
pa'mbalei pa'mbalea
)
θηλυκό
παμπάλαιο
(
pa'mbaleo
)
ουδέτερο
επίθετο
πάρα πολύ παλιός
très ancien/-ienne
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
παλινόρθωση
παλιο-
παλιό
παλιόκαιρος
παλιοκουβέντα
παλιομοδίτικη
παλιομοδίτικο
παλιομοδίτικος
παλιόπαιδο
παλιός
παλιόφυτρα
παλιόχαρτο
παλίρροια
παλιρροιακός
παλιώνω
παλλάδιο
παλλακίδα
παλληκάρι
πάλλομαι
παλλόμενος
πάλλω
παλμικός
παλμός
παλούκι
πάλσαρ
παλτό
παμπ
παμπάλαια
παμπάλαιη
παμπάλαιο
παμπάλαιος
πάμπλουτη
πάμπλουτο
πάμπλουτος
παμφάγα
παμφάγο
παμφάγος
πάμφθηνη
πάμφθηνο
πάμφθηνος
πάμφος
πάμφτωχη
πάμφτωχο
πάμφτωχος
παν
πάν
πάνα
πανάγιος
παναθηναϊκός
πανάκεια
πανάκριβη
πανάκριβο
πανάκριβος
Παναμάς
Πάνας
πανάσχημη
πανάσχημο
πανάσχημος
παναφρικανισμός
πανδαιμόνιο
πανδαισία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close