πανεπιστημιακός
(προωθήθηκε από πανεπιστημιακή)Μεταφράσεις
πανεπιστημιακός
(panepistimia'kos) αρσενικόπανεπιστημιακή
(panepistimia'ci) θηλυκόπανεπιστημιακό
universityuniwersytetuniversidadeUniversitetУниверситетuniversidaduniversitéuniversitàมหาวิทยาลัย大学대학universiteitUniversitätуниверситетהאוניברסיטה (panepistimia'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με το πανεπιστήμιο πανεπιστημιακό δίπλωμα πανεπιστημιακές σπουδές