παντρεύω
Μεταφράσεις
παντρεύω
heiratenmarrymariersposare (pa'drevo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. ενώνω με γάμο ένα ζευγάρι Ο δήμαρχος τους πάντρεψε σε πέντε λεπτά.
2. (για κουμπάρο) είμαι μάρτυρας σε γάμο Τους πάντρεψε ο αδερφός του.
3. αποφασίζω για το γάμο του παιδιού μου Την πάντρεψαν με γιατρό.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.