παράγωγος
(προωθήθηκε από παράγωγη)Μεταφράσεις
παράγωγος
(para'ɣoɣos) αρσενικόπαράγωγη
(para'ɣoʝi) θηλυκόπαράγωγο
derivativedérivéederivadoпроизводнаяمشتقderivat (para'ɣoɣo) ουδέτεροεπίθετο
1. που παράγεται από κτ άλλο παράγωγο προϊόν
2. γλωσσολογία για λέξη που σχηματίζεται από άλλη λέξη η λέξη «μηλιά» είναι παράγωγη της λέξης «μήλο»
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.