παρακατιανός
(προωθήθηκε από παρακατιανή)Μεταφράσεις
παρακατιανός
(parakatça'nos) αρσενικόπαρακατιανή
(parakatça'ni) θηλυκόπαρακατιανό
inferior, second rate (parakatça'no) ουδέτεροεπίθετο
1. κατώτερης ποιότητας παρακατιανά ρούχα
2. χαμηλού κοινωνικού στρώματος παρακατιανής καταγωγής
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.