παραλιακός
(προωθήθηκε από παραλιακό)Μεταφράσεις
παραλιακός
(paralia'kos) αρσενικόπαραλιακή
(paralia'ci) θηλυκόπαραλιακό
littoral (paralia'ko) ουδέτεροεπίθετο
που βρίσκεται στην παραλία παραλιακό χωριό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.