παραμορφωτικός
(προωθήθηκε από παραμορφωτικό)Μεταφράσεις
παραμορφωτικός
(paramorfoti'kos) αρσενικόπαραμορφωτική
(paramorfoti'ci) θηλυκόπαραμορφωτικό
(paramorfoti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που προκαλεί παραμόρφωση παραμορφωτικός καθρέφτης
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.