παραπαίω
flounder, stagger, stumble (para'peo)
ρήμα αμετάβατο (ρήμα) 1. παραπατάω trébucher Ήταν μεθυσμένος και παράπαιε. Il était soûl et il trébuchait.
2. κλονίζομαι, χάνω τη σταθερότητά μου
osciller Παραπαίει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Il oscille entre imagination et réalité. Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.