παραπλήσιος
(προωθήθηκε από παραπλήσια)Μεταφράσεις
παραπλήσιος
(para'plisios) αρσενικόπαραπλήσια
(para'plisia) θηλυκόπαραπλήσιο
(para'plisio) ουδέτεροεπίθετο
1. που είναι δίπλα παραπλήσιο κτίριο
2. παρόμοιος παραπλήσια σημασία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.