Παρεκκλήσι - ορισμός του παρεκκλήσι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b5%ce%ba%ce%ba%ce%bb%ce%ae%cf%83%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.656.423.473
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
παρεκκλήσι
Μεταφράσεις
παρεκκλήσι
shrine
,
chapel
παρεκκλήσι
كَنِيسَةٌ صَغِيرَة
παρεκκλήσι
kaple
παρεκκλήσι
kapel
παρεκκλήσι
Kapelle
παρεκκλήσι
capilla
παρεκκλήσι
kappeli
παρεκκλήσι
chapelle
παρεκκλήσι
kapela
παρεκκλήσι
cappella
παρεκκλήσι
礼拝堂
παρεκκλήσι
예배당
παρεκκλήσι
kapel
παρεκκλήσι
kapell
παρεκκλήσι
kaplica
παρεκκλήσι
capela
παρεκκλήσι
часовня
παρεκκλήσι
kapell
παρεκκλήσι
โบสถ์เล็กๆ
παρεκκλήσι
şapel
παρεκκλήσι
nhà nguyện
παρεκκλήσι
小礼拜堂
Πλοηγός λέξεων
?
▲
παράφρων
παραφυάδα
παραφυάς
παραφυλάω
παράφωνη
παραφωνία
παράφωνο
παράφωνος
παραχαϊδεμένος
παραχαϊδεύω
παραχαράζω
παραχαράκτης
παραχάραξη
παραχώρηση
παραχωρώ
παραψημένος
παραψυχολογία
παραψυχολογικός
παρδαλή
παρδαλό
παρδαλός
παρδαλοτσικλιτάρα
παρέα
παρεγκεφαλίδα
παρειδωλία
παρείσακτη
παρείσακτο
παρείσακτος
παρείσφρηση
παρέκβαση
παρεκκλήσι
παρεκκλίνω
παρεκκλίνων
παρέκκλιση
παρέκλυση
παρεκτρέπομαι
παρεκτρέπω
παρεκτροπή
παρέλαβα
παρέλαση
παρελθόν
παρελθοντική
παρελθοντικό
παρελθοντικός
παρεμβαίνω
παρεμβάλλομαι
παρεμβάλλω
παρέμβαση
παρεμβατική
παρεμβατικό
παρεμβατικός
παρεμβατισμός
παρεμβολή
παρέμεινα
παρεμπιπτόντως
παρεμποδίζω
παρεμφερές
παρεμφερής
παρενδυσία
παρενέργεια
παρενθέσεις
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close