παρελθοντικός
(προωθήθηκε από παρελθοντική)Μεταφράσεις
παρελθοντικός
(parelθondi'kos) αρσενικόπαρελθοντική
(parelθondi'ci) θηλυκόπαρελθοντικό
(parelθondi'ko) ουδέτεροεπίθετο
που ανήκει στο παρελθόν
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.