Παρενθέσεις - ορισμός του παρενθέσεις από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b5%ce%bd%ce%b8%ce%ad%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.727.532.218
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
παρενθέσεις
Μεταφράσεις
παρενθέσεις
أَقْواس
παρενθέσεις
závorka
παρενθέσεις
parenteser
παρενθέσεις
Klammern
παρενθέσεις
brackets
,
parentheses
παρενθέσεις
paréntesis
παρενθέσεις
sulkeet
παρενθέσεις
parenthèses
παρενθέσεις
zagrade
παρενθέσεις
parentesi
παρενθέσεις
括弧
παρενθέσεις
괄호
παρενθέσεις
haakjes
παρενθέσεις
parentes
παρενθέσεις
nawiasy
παρενθέσεις
parênteses
παρενθέσεις
скобки
παρενθέσεις
parentes
παρενθέσεις
ในวงเล็บ
παρενθέσεις
köşeli parantez
παρενθέσεις
dấu ngoặc đơn
παρενθέσεις
括号
Πλοηγός λέξεων
?
▲
παρεκκλήσι
παρεκκλίνω
παρεκκλίνων
παρέκκλιση
παρέκλυση
παρεκτρέπομαι
παρεκτρέπω
παρεκτροπή
παρέλαβα
παρέλαση
παρελθόν
παρελθοντική
παρελθοντικό
παρελθοντικός
παρεμβαίνω
παρεμβάλλομαι
παρεμβάλλω
παρέμβαση
παρεμβατική
παρεμβατικό
παρεμβατικός
παρεμβατισμός
παρεμβολή
παρέμεινα
παρεμπιπτόντως
παρεμποδίζω
παρεμφερές
παρεμφερής
παρενδυσία
παρενέργεια
παρενθέσεις
παρένθεση
παρενόχληση
παρενοχλώ
παρεξηγημένος
παρεξήγηση
παρεξηγούμαι
παρεξηγώ
πάρεργο
παρερμηνεύω
παρέρχομαι
πάρεση
παρευρίσκομαι
Παρέχετε πρόσβαση στα άτομα με αναπηρία;
παρέχω
παρήγαγα
παρήγγειλα
παρήγορη
παρηγορητής
παρηγορητική
παρηγορητικό
παρηγορητικός
παρηγοριά
παρηγορία
παρηγόρια
παρήγορο
παρήγορος
παρηγορώ
παρημίτονο
Πάρης
παρηχώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close