πασαλείβω
Μεταφράσεις
πασαλείβω
(pasa'livo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. λερώνω κτ απλώνοντας ρευστή ουσία πασαλείβω το πρόσωπό μου
2. μεταφορικά τελειώνω πρόχειρα κτ πασαλείβω μια δουλειά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.