παστός
(προωθήθηκε από παστό)Μεταφράσεις
παστός
(pa'stos) αρσενικόπαστή
(pa'sti) θηλυκόπαστό
(pa'sto) ουδέτεροεπίθετο
που συντηρείται σε αλάτι ή αλατόνερο παστός μπακαλιάρος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.