πασχαλινός
(προωθήθηκε από πασχαλινό)Μεταφράσεις
πασχαλινός
(pasxali'nos) αρσενικόπασχαλινή
(pasxali'ni) θηλυκόπασχαλινό
(pasxali'no) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με το Πάσχα τα πασχαλινά αυγά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.