πατρικός
(προωθήθηκε από πατρική)Μεταφράσεις
πατρικός
(patri'kos) αρσενικόπατρική
(patri'ci) θηλυκόπατρικό
fatherly, paternal (patri'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που προέρχεται από τον πατέρα το πατρικό χάδι
2. οικογενειακός το πατρικό μου σπίτι
3. μεταφορικά προστατευτικός πατρικός σύζυγος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.