Παχνιάζομαι - ορισμός του παχνιάζομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b1%cf%87%ce%bd%ce%b9%ce%ac%ce%b6%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.491.415
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
παχνιάζομαι
Μεταφράσεις
παχνιάζομαι
frost
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρόν
πατρονάρισμα
πατρονάρω
πατροπαράδοτη
πατροπαράδοτο
πατροπαράδοτος
πατρότητα
πατρωνυμικός
πατρώνυμο
πατσαβούρα
πατσάς
πατσουλί
πατώ
πάτωμα
πατώνω
παύλα
Παύλος
παύση
παυσίπονο
παυσίπονος
παύω
παφλάζω
Πάφος
παχαίνω
πάχη
παχιά
Πάχνα
πάχνη
παχνιάζομαι
πάχος
παχουλή
παχουλό
παχουλός
παχύ
παχύ έντερο
παχύδερμη
παχύδερμο
παχύδερμος
πάχυνα
παχυντική
παχυντικό
παχυντικός
παχύρευστος
παχύρρευστη
παχύρρευστο
παχύρρευστος
παχύς
παχύσαρκη
παχυσαρκία
παχύσαρκο
παχύσαρκος
πάω
ΠΓΔΜ
Πεδεμόντιο
πεδιάδα
πεδικλώνω
πέδιλο
πεδινή
πεδινό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close