πειθαρχικός
(προωθήθηκε από πειθαρχική)Μεταφράσεις
πειθαρχικός
(piθarçi'kos) αρσενικόπειθαρχική
(piθarçi'ci) θηλυκόπειθαρχικό
disciplinarydisciplinairedisciplinariasdisciplinaridisciplinarالتأديبية纪律紀律disciplinárnídisciplinære징계disciplinära (piθarçi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με την πειθαρχία το πειθαρχικό συμβούλιο
2. πειθαρχημένος πειθαρχικό παιδί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.