πειθαρχικός
(προωθήθηκε από πειθαρχική)Μεταφράσεις
πειθαρχικός
(piθarçi'kos) αρσενικόπειθαρχική
(piθarçi'ci) θηλυκόπειθαρχικό
disciplinarydisciplinairedisciplinaridisciplinar纪律紀律disciplinariasdisciplinárnídisciplinäradisciplinære징계التأديبية (piθarçi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με την πειθαρχία το πειθαρχικό συμβούλιο
2. πειθαρχημένος πειθαρχικό παιδί