Πεινάω - ορισμός του πεινάω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b5%ce%b9%ce%bd%ce%ac%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.665.754.497
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πεινάω
Μεταφράσεις
πεινάω
(
pi'nao
)
πεινώ
(
pi'no
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
αισθάνομαι πείνα
avoir faim
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πεινάω
→
أَشْعُرُ بِالـجُوْعِ
→ Mám hlad
→ Jeg er sulten
→
Ich habe Hunger
→
I'm hungry
→
Tengo hambre
→ Minulla on nälkä
→
J'ai faim
→ Gladan sam
→
Ho fame
→ 私はおなかがすいています
→ 배고파요
→
Ik heb honger
→
Jeg er sulten
→
Jestem głodny
→
Eu estou com fome
→
Estou com fome
→
Я хочу есть
→ Jag är hungrig
→ ฉันหิว
→
Açım
→ Tôi đói
→
我饿了
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πεζότητα
πεζούλα
πεζούλι
πεζούνι
πεθαίνω
πεθαμένη
πεθαμένο
πεθαμένος
πέθανα
πεθάνω
πεθερά
πεθερικά
πεθερός
πειθαναγκάζω
πειθαρχημένη
πειθαρχημένο
πειθαρχημένος
πειθαρχία
πειθαρχική
πειθαρχικό
πειθαρχικός
πειθαρχώ
πειθήνια
πειθήνιο
πειθήνιος
πείθομαι
πειθώ
πείθω
πείνα
πεινασμένος
πεινάω
πεινάω σαν λύκος
πεινολέος
πεινώ
πείρα
πείραγμα
πειράζω
Πειραιάς
πείραμα
πειραματίζομαι
πειραματική
πειραματικό
πειραματικός
πειραματισμός
πειραματόζωο
πειρασμός
πειρατεία
πειρατής
πειρατής σε μέσο μεταφοράς
πειρατικός
πειραχτήρι
πείσμα
πεισματάρα
πεισματάρης
πεισματάρικο
πεισματάρικος
πεισματώνω
πεισμωμένος
πεισμώνω
πείστηκα
πειστήριο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close