πεντηκοστός
(προωθήθηκε από πεντηκοστό)Μεταφράσεις
πεντηκοστός
(pendiko'stos) αρσενικόπεντηκοστή
(pendiko'sti) θηλυκόπεντηκοστό
cinquantièmefiftieth (pendiko'sto) ουδέτεροεπίθετο
που βρίσκεται στη θέση πενήντα μιας σειράς
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.