πεπειραμένος
(προωθήθηκε από πεπειραμένη)Μεταφράσεις
πεπειραμένος
(pepira'menos) αρσενικόπεπειραμένη
(pepira'meni) θηλυκόπεπειραμένο
erfahrenenexperiente (pepira'meno) ουδέτεροεπίθετο
που έχει πείρα σε κπ τομέα πεπειραμένη γραμματέας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.