Περίνεο - ορισμός του περίνεο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%af%ce%bd%ce%b5%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.298.479
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
περίνεο
Μεταφράσεις
περίνεο
عجان
περίνεο
hráz
περίνεο
mellemkød
περίνεο
perineum
περίνεο
lahkliha
περίνεο
väliliha
περίνεο
périnée
περίνεο
međica
περίνεο
perineo
περίνεο
회음부
περίνεο
perineum
περίνεο
tarpvietė
περίνεο
perineum
περίνεο
krocze
περίνεο
períneo
περίνεο
perineu
περίνεο
промежность
περίνεο
mellangård
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Περικλής
περικνημίδα
περικοπή
περικόπτω
περικυκλώνω
περιλαίμιο
Περιλαμβάνεται το σέρβις;
Περιλαμβάνεται ΦΠΑ;
περιλαμβάνομαι
Περιλαμβάνονται τα λαχανικά;
περιλαμβάνω
περιληπτική
περιληπτικό
περιληπτικός
περιληψη
περίληψη
περιλούζω
περίλυπη
περίλυπο
περίλυπος
περιμαζεύω
περίμενε
Περιμένετέ με, παρακαλώ
Περιμένουμε ακόμα για να μας εξυπηρετήσουν
Περιμένουμε πάρα πολλή ώρα
περιμένω
περιμένω για
περιμένω ξύπνιος
περιμένω στην ουρά
περίμετρος
περίνεο
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδικά
περιοδικό
περιοδικός
περιοδικός πίνακας των χημικών στοιχείων
περιοδικότητα
περίοδο
περιόδος
περίοδος
περίοδος αιχμής
περίοδος χαμηλής κίνησης
Περίοικοι
περίοπτη
περίοπτο
περίοπτος
περιορίζομαι
περιορίζω
περιορισμένη
περιορισμένο
περιορισμένος
περιορισμός
περιοριστική
περιοριστικό
περιοριστικός
περιουσία
περιουσιακή
περιουσιακό
περιουσιακό στοιχείο
περιουσιακός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close