περίφημος
(προωθήθηκε από περίφημη)Μεταφράσεις
περίφημος
(pe'rifimos) αρσενικόπερίφημη
(pe'rifimi) θηλυκόπερίφημο
مـُمْتَازpěknýfinausgezeichnetfine, famousbuenohienobonlijepbello見事な좋은mooifinświetnyagradável, bomочень хорошийbraดีgüzeltốt优良的, 著名著名המפורסם (pe'rifimo) ουδέτεροεπίθετο
1. σπουδαίος, φημισμένος Eίναι περίφημος γιατρός.
2. εξαιρετικός περίφημο κρασί
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.