περαστικός
(προωθήθηκε από περαστική)Μεταφράσεις
περαστικός
(perasti'kos) αρσενικόπεραστική
(perasti'ci) θηλυκόπεραστικό
(perasti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που περνάει από κάπου Είμαι περαστικός, δε θα μείνω.
2. που περνάει, δεν είναι μόνιμο περαστική αρρώστια
ευχή σε άρρωστο
ευχή σε άρρωστο
περαστικός
αρσενικόπεραστική
badaud, passagerpasserby, passing θηλυκόουσιαστικό
άγνωστος, τυχαίος Ένας περαστικός με βοήθησε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.