περιηγητικός
(προωθήθηκε από περιηγητική)Μεταφράσεις
περιηγητικός
(periiʝiti'kos) αρσενικόπεριηγητική
(periiʝiti'ci) θηλυκόπεριηγητικό
(periiʝiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με περιήγηση περιηγητικός οδηγός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.