Περιοδεύω - ορισμός του περιοδεύω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%ce%bf%ce%b4%ce%b5%cf%8d%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.588.619.408
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
περιοδεύω
Μεταφράσεις
περιοδεύω
tour
περιοδεύω
يَتَجَوَّلُ
περιοδεύω
procestovat
περιοδεύω
være på turne
περιοδεύω
bereisen
περιοδεύω
recorrer
περιοδεύω
tehdä kiertomatka
περιοδεύω
visiter
περιοδεύω
obilaziti
περιοδεύω
fare un giro turistico
περιοδεύω
旅行する
περιοδεύω
여행하다
περιοδεύω
touren
περιοδεύω
reise rundt
περιοδεύω
objechać
περιοδεύω
passear
περιοδεύω
турне
περιοδεύω
resa runt
περιοδεύω
ตระเวน
περιοδεύω
tura çıkmak
περιοδεύω
chuyến lưu diễn
περιοδεύω
游览
Πλοηγός λέξεων
?
▲
περικοπή
περικόπτω
περικυκλώνω
περιλαίμιο
Περιλαμβάνεται το σέρβις;
Περιλαμβάνεται ΦΠΑ;
περιλαμβάνομαι
Περιλαμβάνονται τα λαχανικά;
περιλαμβάνω
περιληπτική
περιληπτικό
περιληπτικός
περιληψη
περίληψη
περιλούζω
περίλυπη
περίλυπο
περίλυπος
περιμαζεύω
περίμενε
Περιμένετέ με, παρακαλώ
Περιμένουμε ακόμα για να μας εξυπηρετήσουν
Περιμένουμε πάρα πολλή ώρα
περιμένω
περιμένω για
περιμένω ξύπνιος
περιμένω στην ουρά
περίμετρος
περίνεο
περιοδεία
περιοδεύω
περιοδικά
περιοδικό
περιοδικός
περιοδικός πίνακας των χημικών στοιχείων
περιοδικότητα
περίοδο
περιόδος
περίοδος
περίοδος αιχμής
περίοδος χαμηλής κίνησης
Περίοικοι
περίοπτη
περίοπτο
περίοπτος
περιορίζομαι
περιορίζω
περιορισμένη
περιορισμένο
περιορισμένος
περιορισμός
περιοριστική
περιοριστικό
περιοριστικός
περιουσία
περιουσιακή
περιουσιακό
περιουσιακό στοιχείο
περιουσιακός
περιοχή
περιπαθές
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close